χαριτόκος

χαριτόκος
-ον, Μ
αυτός που γεννά χάρη («χαῖρε κόρη χαρίεσσα χαριτόκε χάρμα τοκήων», Ιωάνν. Γεωμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ἐρωτο-τόκος, λυπο-τόκος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”